- πλακωτή
- πλᾰκ-ωτή, ἡ, a form of καδμεία (cf.A
πλακίτης 11
), Dsc.5.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακίτης 11
), Dsc.5.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακωτῇ — πλακωτή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Σουλίου, του νομού Θεσπρωτίας. * * * ἡ, Α [πλακώ] είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις* … Dictionary of Greek
πλακωτῆς — πλακωτή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτήν — πλακωτή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακωτός — ή, ό / πλακωτός, ή, όν, ΝΜ [πλακώ] (για δάπεδα) ο στρωμένος με πλάκες, πλακόστρωτος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πλάκα, πλακοειδής, πεπλατυσμένος («πλακωτή μύτη») 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακωτό είδος παιχνιδιού στο τάβλι … Dictionary of Greek